- καλοδουλευτής
- οαυτός που εργάζεται καλά: Τον παίρνω να μου σκάψει το αμπέλι μου, γιατί 'ναι καλοδουλευτής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοδουλευτής — ο ο πολύ ικανός στην εργασία του, ο δουλευτής … Dictionary of Greek
καλοδούλευτος — η, ο 1. ο καλά κατεργασμένος 2. αυτός που κατεργάζεται, που δουλεύεται εύκολα 3. ο καλοδουλευτής … Dictionary of Greek